κηπόταφος

κηπόταφος
κηπόταφος, ὁ και κηπόταφον, τὸ (Α)
πάπ. το κηποτάφιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + -τάφος (< τάφος), πρβλ. καινό-ταφος, ομό-ταφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • κηποτάφιον — και κηπόταφον, τὸ (Α) [κηπόταφος] πάπ. τάφος σε κήπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”